βάτο

βάτο
το
βλ. βατός (Ι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …   Dictionary of Greek

  • Μπουσέ, Φρανσουά — (Francois Boucher, Παρίσι 1703 – 1770). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ροκοκό. Μαθήτευσε κοντά στον Λεμουάν, ύστερα στον χαράκτη Καρς και κατασκεύασε πολλά χαρακτικά αντίγραφα έργων του Βατό. Ταξίδεψε στην… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • Μωυσής — I Βιβλικό πρόσωπο. Προφήτης, νομοθέτης του εβραϊκού λαού και ελευθερωτής του από τη δουλεία στην Αίγυπτο. Σύμφωνα με τη διήγηση της Εξόδου, διέφυγε κατά θαυμαστό τρόπο τη διαταγή του Φαραώ για την εξολόθρευση όλων των παιδιών των Εβραίων· σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • βατένιος — α, ο [βάτο] κατασκευασμένος από κλαδί βάτου («βατένια βέργα», «βατένιο στεφάνι») …   Dictionary of Greek

  • βατώδης — ες (AM βατώδης, ες) [βάτος (Ι)] 1. όμοιος με βάτο 2. σκεπασμένος με βάτους αρχ. όμοιος με βατόμουρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”